Κλερ, Τζον

Κλερ, Τζον
(John Clair, 1793 – 1864). Άγγλος ποιητής. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια. Σε ηλικία 7 ετών διέκοψε την παρακολούθηση του σχολείου και έγινε βοσκός. Λίγα χρόνια αργότερα προσελήφθη ως εργάτης σε κάποιο αγρόκτημα, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε μαθήματα σε νυχτερινό σχολείο. Παράλληλα, άρχισε να ασχολείται με την ποίηση. Το 1819 ένας βιβλιοπώλης του Στάμφορντ διάβασε εντελώς τυχαία το ποίημά του Ο ήλιος που βασιλεύει, εντυπωσιάστηκε και σύστησε τον ποιητή στον εκδότη Τέιλορ. Εκείνος κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο μια ποιητική συλλογή του Κ. με τον τίτλο Ποιήματα περιγραφικά της αγροτικής ζωής και της φύσης. Το έργο αυτό είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό αλλά και στους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Λίγο αργότερα εκδόθηκε –με την ίδια επιτυχία– μια ακόμη ποιητική συλλογή του με τον τίτλο Ο ραψωδός του χωριού και άλλα ποιήματα. Παρά τις επιτυχίες αυτές, ο Κ. ζούσε σε μεγάλη ανέχεια, εξαιτίας της οποίας υποχρεώθηκε να ζητήσει και πάλι δουλειά στα χωράφια. Λόγω όμως της κόπωσης και των στερήσεων, η υγεία του κλονίστηκε. Παρουσίασε συμπτώματα φρενοβλάβειας και το 1837 νοσηλεύθηκε σε φρενοκομείο, όπου πέθανε. Στα κυριότερα ποιητικά έργα τουσυγκαταλέγονται επίσης Το ημερολόγιο του βοσκού (1827) και Η αγροτική μούσα (1835).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”